- εκβιβασμός
- ο (AM ἐκβιβασμός)νεοελλ.(για πλοίο) εκφόρτωση, αποβίβασηαρχ.-μσν.εκτέλεση αποφάσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκβιβασμός — execution masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβιβασμούς — ἐκβιβασμός execution masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβιβασμῷ — ἐκβιβασμός execution masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβιβασμόν — ἐκβιβασμός execution masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβιβασμῶι — ἐκβιβασμῷ , ἐκβιβασμός execution masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)